Στόχοι του Συνεδρίου

Στόχος του συνεδρίου αυτού είναι να καταδείξει τη σημασία των ορεινών περιοχών της Μεσογείου καθώς και την ανάγκη ενδυνάμωσης των εδαφικών στρατηγικών που τις αφορούν. Επικεντρώνεται στις μεγαλονήσους της Μεσογείου, οι οποίες αποτελούν ένα ιδιαίτερο σύνολο που πρέπει να συμβάλει σε έναν ευρύτερο ευρωπαϊκό διάλογο για τις ορεινές περιοχές, τα νησιά, το περιβάλλον και τα ζητήματα αειφόρου εδαφικής ανάπτυξης. Το συνέδριο φιλοδοξεί να διασταυρώσει τις ακαδημαϊκές με τις επιχειρησιακές προσεγγίσεις. Έτσι, θα επιτρέψει την καλύτερη ταυτοποίηση των ζητημάτων μεθοδολογίας και χρήσης γνώσεων, διευκρινίζοντας ταυτόχρονα τα στρατηγικά ζητήματα μηχανισμών υποστήριξης και διακυβέρνησης.

Οι ορεινές περιοχές αντιμετωπίζουν ένα σύνολο ζητημάτων, προκλήσεων και ευκαιριών και είναι ζωτικής σημασίας για τις περιοχές και τις χώρες στις οποίες ανήκουν ενώ ταυτόχρονα, σε ευρωπαϊκή κλίμακα, «hotspot» βιοποικιλότητας και περιβαλλοντικό κεφάλαιο. Πρόκειται για περιοχές που ενώ υφίστανται πίεση και πληθυσμιακή συρρίκνωση, εντούτοις βιώνουν νέες δυναμικές και διαθέτουν σημαντική κληρονομιά και σημαντικούς πόρους κοινοτικού ενδιαφέροντος.

Οι νησιωτικές ορεινές περιοχές είναι αποφασιστικής σημασίας, τόσο σε περιφερειακό όσο και σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Έτσι, οι στρατηγικές για την αειφορία βασίζονται στη συλλογική δράση των τοπικών δρώντων αλλά ανταποκρίνονται ταυτόχρονα σε συλλογικές ευρωπαϊκές προκλήσεις ζωτικής σημασίας όπως: το περιβάλλον, η κοινωνική μετάβαση και η μετάβαση στην πράσινη οικονομία. Συνεπώς, το Συνέδριο θα είναι πολυεπίπεδο, πολυσυμμετοχικό και πολυθεσμικό.

Θεματικές του Συνεδρίου

Το ευρωπαϊκό αυτό συνέδριο επιθυμεί να συγκεντρώσει τις απόψεις και τις αναλύσεις για τις ορεινές περιοχές, ερευνητών, δημόσιων φορέων και τοπικών δρώντων. Στοχεύει στην ανανέωση, μέσω στρατηγικής προσέγγισης, της θεώρησης των πολιτικών και των μηχανισμών ανάπτυξης των περιοχών αυτών, για καλύτερη αξιοποίηση των πλεονεκτημάτων τους και προετοιμασία τους, μέσω διαδραστικών συζητήσεων, έναντι των παγκόσμιων προκλήσεων: περιβαλλοντικές, κοινωνικές, οικονομικές και διακυβέρνησης. Πρόκειται για την εξέταση αυτού του θέματος σε πολυσυμμετοχικό και πολυθεσμικό επίπεδο αλλά και σε κάθε κλίμακα: νήσων και ορεινών όγκων, Περιφέρειας, Κρατών και Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Πράγματι, σήμερα τα μεγάλα μεσογειακά νησιά, όπως και οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές ορεινές περιοχές και νήσοι, παρά τα πλεονεκτήματά τους (τουριστική δυναμική, περιβαλλοντική και πολιτιστική κληρονομιά, φυσικό κάλλος), έχουν και «αγροτικές περιοχές που βρίσκονται σε παρακμή». Τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα, καθώς και τα προβλήματα προσβασιμότητας επιδεινώνονται λόγω του εύρους των αργών αλλά αναπόφευκτων και σύνθετων οικολογικών διαταραχών – και ιδιαίτερα όσων συνδέονται με την κλιματική αλλαγή, την κατάρρευση της βιοποικιλότητας και την υποβάθμιση των φυσικών πόρων (νερό, έδαφος, δάση,..). Πρόκειται λοιπόν για απειλούμενες περιοχές υπό πίεση.

Η αξιολόγηση των αποτελεσμάτων της κλιματικής αλλαγής και του αντίκτυπού της στο φυσικό και ημιφυσικό περιβάλλον, καθώς και η χάραξη στρατηγικών προσαρμογής δεν αποτελούν μόνο τοπική πρόκληση. Οι ευρωμεσογειακές αυτές ορεινές περιοχές αποτελούν «hotspot» βιοποικιλότητας και πρέπει να θεωρηθούν, σε κοινοτικό επίπεδο, ως δημόσια αγαθά υψίστης σημασίας.

Η κινητοποίηση τοπικών φορέων καθίσταται σ’ αυτές τις ειδικές περιοχές πολύ περισσότερο αναγκαία, διότι  απαιτούνται γνώσεις εμπειρικές – συνήθως παραδοσιακές που μεταδόθηκαν στους νέους τοπικούς δρώντες. Στις ορεινές κοινότητες, οι τοπικές επιλογές μπορούν να γίνουν μόνο με σύγκλιση συμφερόντων. Εξ’ ου και η ανάγκη εστίασης των παρεμβάσεων και των ερευνών στους δρώντες και στην τοπική/περιφερειακή δράση, λαμβάνοντας ταυτόχρονα υπόψη τις παγκόσμιες προκλήσεις και τα υφιστάμενα και εξελισσόμενα κοινοτικά προγράμματα επί των ζητημάτων αυτών. Αυτό συνιστά μία δυναμική των τοπικών δρώντων, η οποία πρέπει επίσης, να συνοδεύεται από στρατηγικές «εναλλαγών κλίμακας» (Περιφερειακή, Εθνική, Ευρωπαϊκή ακόμα και Διεθνή) για την κινητοποίηση των θεσμικών, πνευματικών, επιστημονικών και τεχνικών πόρων, καθώς και ενεργοποίηση των αναγκαίων πρακτικών και μέσων.

Οι ευαίσθητες και απειλούμενες ιστορικές εδαφικές περιοχές βρίσκονται έτσι στο σταυροδρόμι των παγκόσμιων και ευρωπαϊκών – κοινοτικών ζητημάτων και των πολύ ιδιαίτερων τοπικών και περιφερειακών δυναμικών. Οι εμπειρίες και οι καινοτομίες που σημειώνονται σε αυτές, όπως οι πολιτικές και τα εργαλεία τους (περιφερειακά, εθνικά και κοινοτικά) είναι υψίστης σημασίας. Εμπεριέχουν χρήσεις/προσαρμογές νέων τεχνολογιών (ψηφιακές, ενεργειακές, …) οι οποίες επιτρέπουν την αντιμετώπιση τόσο των τοπικών ιδιαιτεροτήτων όσο και των παγκόσμιων προκλήσεων. Το ίδιο ισχύει επίσης, για την αγροτική παραγωγή και τη διαχείριση ημιφυσικών χώρων, τα οποία καθιστούν δυνατή την παροχή ταυτόχρονα, χώρων ψυχαγωγίας για τον τουρισμό και τους αστικούς πληθυσμούς, αλλά και προϊόντων υψηλής ποιότητας και τυπικότητας, χάρη στην γεωργία υψηλής φυσικής αξίας. Αυτή συχνά προστατεύεται από τις αρνητικές επιπτώσεις του εκμοντερνισμού και της εξειδίκευσης λόγω των ιδιαίτερων φυσικών συνθηκών.

Επιδιώκοντας την βέλτιστη διαμόρφωση προκλήσεων καινοτομίας, συντήρησης και ανάπτυξης αυτών των εδαφικών περιοχών, παράλληλα με τη  διάδοση γνώσεων και ανταλλαγή εμπειριών, οι στόχοι είναι επομένως, ταυτόχρονα:

Αν και οι ορεινές περιοχές των μεγάλων μεσογειακών νήσων αντιμετωπίζουν ιδιαίτερες προκλήσεις, ο σχεδιασμός στρατηγικών λύσεων μπορεί να επωφεληθεί τα μέγιστα από την ένταξή του σε ένα ευρύτερο ευρωπαϊκό διάλογο (ιδίως τον διάλογο που αφορά στις ορεινές περιοχές αλλά και στις νησιωτικές περιοχές, στο περιβάλλον, στη γεωργία κ.λπ.). Ο προβληματισμός για την ιδιαιτερότητα των περιοχών αυτών μπορεί και οφείλει να παρέχει πληροφορίες και να εμπλουτίσει τον κοινό ευρωπαϊκό διάλογο.

Στο συνέδριο αυτό, το ζήτημα δεν είναι η διαμόρφωση ενός «αναπτυξιακού μοντέλου» για τις ορεινές νησιωτικές εδαφικές της Μεσογείου, ούτε η διατύπωση γενικών συστάσεων οι οποίες συχνά, στην πράξη, δεν είναι και τόσο εφαρμόσιμες. Ο στόχος είναι να προχωρήσουμε σε ένα διάλογο για τη μέθοδο που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί.  Ο διάλογος αυτός θα πρέπει να είναι πολυεπιστημονικός, πολυσυμμετοχικός, πολυθεσμικός και πολυεπίπεδος ο οποίος να βασίζεται σε απτές πραγματικότητες, στην εμπειρογνωμοσύνη των τοπικών δρώντων και σε αποτελέσματα επιστημονικών και τεχνικών ερευνών. Παρομοίως, το ζήτημα δεν είναι η προώθηση πειραματισμών «καλής πρακτικής», τους οποίους θα αρκούσε να αναπαράγουμε σε κάθε περιοχή. Αντίθετα, είναι σημαντικό να τροφοδοτηθεί ο προβληματισμός για το σύνολο των ορεινών και νησιωτικών γεωγραφιών, επιτρέποντας τη σύνδεση των τοπικών δρώντων και την εξεύρεση καινοτομιών από τις οποίες αυτοί θα μπορούσαν να εμπνευστούν, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες και τους προβληματισμούς του τόπου τους. Δεδομένου ότι η συζήτηση για τις παρακμάζουσες αγροτικές περιοχές εντατικοποιήθηκε τα τελευταία χρόνια, οι νησιωτικές ορεινές περιοχές είναι αναγκαίο να ενισχύσουν τη συνεργασία μεταξύ τους και μεταξύ των ηπειρωτικών ορεινών όγκων. Το Συνέδριο θα συμβάλει στο περιεχόμενο και στη μορφή της συνεργασίας αυτής,  ώστε αυτές οι περιοχές να μπορέσουν να συμμετάσχουν ενεργά στις προπαρασκευαστικές εργασίες ανάπτυξης κατάλληλων ευρωπαϊκών πολιτικών.

Σε αυτό το καινούριο διαπραγματευτικό πλαίσιο αναπτύσσεται ένας αξιοσημείωτος ευρωπαϊκός διάλογος, καθώς και μία συσσώρευση καινοτόμων πρωτοβουλιών και εμπειριών οι οποίες μπορούν να συμβάλουν σημαντικά στην αειφόρο ανάπτυξη των νησιωτικών ορεινών περιοχών. Οι εργασίες του συνεδρίου μπορούν να εμπλουτίσουν τον ευρωπαϊκό αυτόν διάλογο για τις ορεινές περιοχές, τις νήσους και τις γεωγραφικές ιδιαιτερότητες στην ΕΕ.